Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
accelerate /əkˈsel.ə.reɪt/ = VERB: επιταχύνω; USER: επιταχύνουν, επιτάχυνση, επιταχύνει, την επιτάχυνση της, την επιτάχυνση

GT GD C H L M O
accidents /ˈæk.sɪ.dənt/ = NOUN: ατύχημα, δυστύχημα, τυχαίο συμβάν; USER: ατυχήματα, ατυχημάτων, τα ατυχήματα, ατυχήματος, των ατυχημάτων

GT GD C H L M O
account /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω

GT GD C H L M O
achieving /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, την επίτευξη, επίτευξης, επιτυγχάνοντας, επίτευξη των

GT GD C H L M O
addition /əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση; USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από

GT GD C H L M O
admission /ədˈmɪʃ.ən/ = NOUN: είσοδος, εισδοχή, αποδοχή, παραδοχή; USER: εισδοχή, είσοδος, αποδοχή, παραδοχή, εισαγωγή

GT GD C H L M O
advanced /ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος; USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη

GT GD C H L M O
advancements /ədˈvɑːns.mənt/ = NOUN: προαγωγή, προβιβασμός; USER: εξελίξεις, προόδους, τις προόδους, τις εξελίξεις, πρόοδο

GT GD C H L M O
advantage /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα; USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
advantages /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: φόντα; USER: πλεονεκτήματα, τα πλεονεκτήματα, πλεονεκτημάτων, πλεονεκτήματα που, πλεονεκτήματά

GT GD C H L M O
affordable /əˈfɔː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: προμηθευτός; USER: προσιτή, προσιτές, προσιτό, οικονομικά, προσιτά

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
ageing /ˈeɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: γηράσκων; USER: γήρανση, γήρανσης, τη γήρανση, γήρανση του, γήρανσης του

GT GD C H L M O
ahead /əˈhed/ = ADVERB: εμπρός; USER: εμπρός, μπροστά, πριν, μέλλον, προχωρήσει, προχωρήσει

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
alliance /əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία; USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία

GT GD C H L M O
allows /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
alone /əˈləʊn/ = ADJECTIVE: μόνος; USER: μόνος, μόνο, μόνη, και μόνο, μόνη της, μόνη της

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
alternative /ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο; ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος; USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών

GT GD C H L M O
alternatives /ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο; USER: εναλλακτικές λύσεις, εναλλακτικών λύσεων, εναλλακτικές, εναλλακτικών, εναλλακτικά

GT GD C H L M O
alto /ˈæl.təʊ/ = NOUN: κοντράλτο; USER: κοντράλτο, Alto, άλτο, Νότιο

GT GD C H L M O
amazing /əˈmeɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: καταπληκτικός; USER: καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό, εκπληκτικό, εκπληκτική

GT GD C H L M O
among /əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ; USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους

GT GD C H L M O
amount /əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό; VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι; USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analysts /ˈæn.ə.lɪst/ = NOUN: αναλυτής; USER: αναλυτές, οι αναλυτές, αναλυτών, των αναλυτών, αναλυτές της

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
announcing /əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω; USER: ανακοινώνοντας, αναγγέλλοντας, αναγγελία, ανακοινώνει, ανακοίνωσε

GT GD C H L M O
appealing /əˈpiː.lɪŋ/ = VERB: απικαλούμαι, κάνω ένσταση; USER: ελκυστικό, ελκυστική, ελκυστικά, ελκυστικές, έκκληση

GT GD C H L M O
approaches /əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση; VERB: πλησιάζω; USER: προσεγγίσεις, προσεγγίσεων, προσεγγίσεις που, προσεγγίσεις για, προσέγγιση

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
artificial /ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός; USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
ask /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από

GT GD C H L M O
asking /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώντας, ζητά, ζητώντας από, ρωτώντας, ζητούν, ζητούν

GT GD C H L M O
assemble /əˈsem.bl̩/ = NOUN: προσβολή, βίαιη επίθεση, επίθεσις; VERB: προσβάλλω; USER: συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, συγκεντρωθούν

GT GD C H L M O
assistant /əˈsɪs.tənt/ = NOUN: βοηθός; ADJECTIVE: βοηθητικός; USER: βοηθός, βοηθό, βοηθού, επίκουρος

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attractive /əˈtræk.tɪv/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, ωραίος; USER: ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά

GT GD C H L M O
authorized /ˈɔː.θər.aɪz/ = VERB: εξουσιοδοτώ, εγκρίνω; USER: εξουσιοδοτημένο, άδεια, επιτρέπεται, εγκριθεί, επιτρέπονται

GT GD C H L M O
automaker /ˈôtōˌmākər/ = USER: αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανίας, κατασκευάστρια αυτοκινήτων, automaker, αυτοκινητοβιομηχανία της

GT GD C H L M O
automakers = USER: αυτοκινητοβιομηχανίες, αυτοκινήτων, automakers, αυτοκινητοβιομηχανιών, κατασκευαστές αυτοκινήτων

GT GD C H L M O
automobile /ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία

GT GD C H L M O
automotive /ˌôtəˈmōtiv/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκίνητα, αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
autonomous /ɔːˈtɒn.ə.məs/ = ADJECTIVE: αυτονόμος; USER: αυτόνομες, αυτόνομων, αυτόνομο, αυτόνομη, αυτόνομα

GT GD C H L M O
average /ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος; VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω; USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
batteries /ˈbæt.ər.i/ = NOUN: μπαταρία, συστοιχία, πυροβολαρχία, βιαιοπραγία, ηλεκτρική συστοιχία, συσωρευτής, κτύπημα; USER: μπαταρίες, μπαταριών, στήλες, συσσωρευτές, ηλεκτρικές στήλες

GT GD C H L M O
battery /ˈbæt.ər.i/ = NOUN: μπαταρία, συστοιχία, πυροβολαρχία, βιαιοπραγία, ηλεκτρική συστοιχία, συσωρευτής, κτύπημα; USER: μπαταρία, μπαταρίας, μπαταριών, της μπαταρίας, συσσωρευτή

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
becoming /bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός; USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
begin /bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω; USER: αρχίζουν, αρχίσει, ξεκινήσει, να αρχίσει, αρχίσουν

GT GD C H L M O
beginning /bɪˈɡɪn.ɪŋ/ = NOUN: αρχή; USER: αρχή, αρχίζουν, ξεκινούν, αρχίζει, έναρξη, έναρξη

GT GD C H L M O
behind /bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος; USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν

GT GD C H L M O
believe /bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω; USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
billions /ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο; USER: δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, τα δισεκατομμύρια, δις, δισ.

GT GD C H L M O
bit /bɪt/ = NOUN: κομμάτι, τρυπάνι, μικρό τεμάχιο, ψίχουλο, αιχμή εργαλείου, δυάδικο ψηφίο; VERB: χαλιναγωγώ; USER: κομμάτι, bit, λίγο, κάπως, μπιτ

GT GD C H L M O
blind /blaɪnd/ = ADJECTIVE: τυφλός, στραβός, αδιέξοδος; VERB: τυφλώνω, στραβώνω; NOUN: γρίλλια, πρόσχημα; USER: τυφλός, τυφλή, τυφλά, τυφλών, τυφλούς

GT GD C H L M O
blueprint /ˈbluː.prɪnt/ = NOUN: προσχέδιο, φωτογραφικό σχεδιάγραμμα; USER: προσχέδιο, σχέδιο, σχεδιάγραμμα, προσχεδίου

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
breakthrough /ˈbreɪk.θruː/ = NOUN: ρήγμα; USER: επανάσταση, επίτευγμα, ανακάλυψη, βήμα, σημαντική ανακάλυψη

GT GD C H L M O
bricks /brɪk/ = NOUN: τούβλο, πλίνθος; USER: τούβλα, τούβλων, τουβλάκια, πλίνθων, πλίνθους

GT GD C H L M O
bridges /brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα; VERB: γεφυρώνω; USER: γέφυρες, γεφυρών, γεφύρια

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
cannot /ˈkæn.ɒt/ = VERB: δεν δύναμαι, δε μπορώ, δεν μπορώ; USER: δεν μπορώ, δεν μπορεί, δεν μπορεί να, δεν μπορούν, δεν μπορούν να, δεν μπορούν να

GT GD C H L M O
capability /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητας, δυνατότητες, την ικανότητα

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
carriage /ˈkær.ɪdʒ/ = NOUN: μεταφορά, άμαξα, βαγόνι, όχημα, μεταφορικά, παράστημα, κορμοστασία, βάδισμα; USER: μεταφορά, άμαξα, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
causes /kɔːz/ = NOUN: αιτία, αίτιο, λόγος, αφορμή, υπόθεση, πρόξενος, σκοπός; VERB: προκαλώ, γίνομαι αιτία, προξενώ; USER: αιτίες, αίτια, αιτίων, αιτιών, προκαλεί

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
ces /ˈsɜː.vɪks/ = USER: ces, CES που, ΟΚΕ, ΚΟΧ, έκθεση CES,

GT GD C H L M O
chairman /-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής; USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός

GT GD C H L M O
champions /ˈtʃæm.pi.ən/ = NOUN: πρωταθλητής, υπερασπιστής, υπερμεγέθης; USER: πρωταθλητές, πρωταθλητών, Champions, Τσάμπιονς, πρωταθλήτρια

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
cheaper /tʃiːp/ = ADJECTIVE: φτηνότερος; USER: φτηνότερος, φθηνότερα, φθηνότερη, φθηνότερο, φθηνότερες

GT GD C H L M O
choices /tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση; USER: επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογή, επιλογές που

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
circumstances /ˈsərkəmˌstans,-stəns/ = NOUN: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, κατάσταση, περιστατικό, λεπτομέρεια; USER: περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, τις συνθήκες

GT GD C H L M O
cities /ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ; USER: πόλεις, πόλεων, τις πόλεις, πόλεις της, πόλεις της

GT GD C H L M O
classic /ˈklæs.ɪk/ = ADJECTIVE: κλασσικός; NOUN: κλασσικό έργο; USER: classic, κλασικό, κλασικά, κλασική, κλασικού, κλασικού

GT GD C H L M O
climate /ˈklaɪ.mət/ = NOUN: κλίμα; USER: κλίμα, κλίματος, του κλίματος, κλιματική, κλιματικής

GT GD C H L M O
cloud /klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη; VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω; USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών

GT GD C H L M O
colleagues /ˈkɒl.iːɡ/ = NOUN: συνάδελφος; USER: συναδέλφους, συνεργάτες, τους συναδέλφους, συνάδελφοι, συναδέλφων

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
coming /ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση; ADJECTIVE: ερχόμενος; USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται

GT GD C H L M O
commercial /kəˈmɜː.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; NOUN: εμπορική διαφήμηση; USER: εμπορικός, εμπορική, εμπορικές, εμπορικών, εμπορικής

GT GD C H L M O
commercially /kəˈmɜː.ʃəl/ = ADVERB: εμπορικώς; USER: εμπορικώς, εμπορικά, εμπόριο, στο εμπόριο, εμπορική

GT GD C H L M O
committed /kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω; USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
compatible /kəmˈpæt.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σύμφωνος, συμβιβάσιμος, εν αρμονία; USER: συμβατό, συμβατή, συμβατές, συμβατά, συμβατών

GT GD C H L M O
competed /kəmˈpiːt/ = ADJECTIVE: αποζημιωτικός, ικανοποιητικός; USER: διαγωνίστηκαν, ανταγωνίστηκε, ανταγωνίζονταν, ανταγωνίστηκαν, αγωνίστηκε

GT GD C H L M O
competing /kəmˈpiːt/ = VERB: συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι; USER: ανταγωνιστικών, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστικά, ανταγωνιστικές, ανταγωνίστριες

GT GD C H L M O
completely /kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα; USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη

GT GD C H L M O
compromising /ˈkɒm.prə.maɪ.zɪŋ/ = VERB: συμβιβάζομαι, εκθέτω, συμβιβάζω, διακινδυνεύω; USER: συμβιβασμούς, διακυβεύεται, θέτει σε κίνδυνο, να θέτει σε κίνδυνο, διακυβεύεται η

GT GD C H L M O
confident /ˈkɒn.fɪ.dənt/ = ADJECTIVE: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, πεποιθώς; USER: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, σίγουροι, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση

GT GD C H L M O
configuration /kənˌfɪɡ.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διαμόρφωση, σύνθεση, σχηματισμός; USER: διαμόρφωση, διαμόρφωσης, διάταξη, ρυθμίσεων, ρύθμιση

GT GD C H L M O
congratulation /kənˌɡræt.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: συγχαρητήριο; USER: συγχαρητήριο, συγχαρητήρια, συγχαρητηρίων, congratulation

GT GD C H L M O
connected /kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος; USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί

GT GD C H L M O
connection /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο

GT GD C H L M O
consequence /ˈkɒn.sɪ.kwəns/ = NOUN: συνέπεια, επακόλουθο, σημασία, σπουδαιότητα; USER: συνέπεια, επακόλουθο, αποτέλεσμα, λόγω, Κατά συνέπεια

GT GD C H L M O
conservative /kənˈsərvətiv/ = ADJECTIVE: συντηρητικός; USER: συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικής

GT GD C H L M O
constant /ˈkɒn.stənt/ = ADJECTIVE: συνεχής, σταθερός, διαρκής, αδιάκοπος, πιστός; USER: συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, συνεχή, συνεχή

GT GD C H L M O
consumer /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών

GT GD C H L M O
consumers /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών

GT GD C H L M O
continue /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν

GT GD C H L M O
continuing /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: συνεχίζοντας, συνεχιζόμενη, συνεχίζει, συνέχιση, συνεχή

GT GD C H L M O
convenience /kənˈviː.ni.əns/ = NOUN: ευκολία, άνεση; USER: ευκολία, άνεση, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή

GT GD C H L M O
convenient /kənˈviː.ni.ənt/ = ADJECTIVE: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, αναπαυτικός; USER: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική

GT GD C H L M O
core /kɔːr/ = NOUN: πυρήνας, καρδιά, κέντρο, πυρήν, κουκούτσι; VERB: ξεκουκιάζω; USER: πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, βασική

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
countries /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
critical /ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός; USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
deal /dɪəl/ = NOUN: συμφωνία, μεταχείριση, μοιρασιά; VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι; USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, ασχοληθεί

GT GD C H L M O
debut /ˈdeɪ.bju/ = NOUN: ντεμπούτο, πρώτη εμφάνιση; USER: ντεμπούτο, το ντεμπούτο, ντεμπούτο του

GT GD C H L M O
dec /ˈdeb.juː.tɒnt/ = USER: Δεκέμβριος, Δεκέμβριο, Δεκέμβρης, Δεκ, Δεκ.

GT GD C H L M O
decide /dɪˈsaɪd/ = VERB: αποφασίζω, κρίνω, καθορίζω, αποφαίνομαι; USER: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσουν

GT GD C H L M O
decisions /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που

GT GD C H L M O
dedicated /ˈded.ɪ.keɪ.tɪd/ = VERB: αφιερώνω, εγκαινιάζω; USER: αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερωμένος, αφιερώνεται, αφιερωμένες

GT GD C H L M O
deliver /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; NOUN: διανομέας, λυτρότητα; USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν

GT GD C H L M O
delivering /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; USER: παράδοση, την παράδοση, παροχή, την παροχή, παρέχοντας

GT GD C H L M O
delivers /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; USER: παραδίδει, αποδίδει, προσφέρει, παρέχει, δίνει

GT GD C H L M O
delivery /dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας; USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή

GT GD C H L M O
demonstrate /ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη; USER: αποδεικνύουν, αποδείξει, καταδεικνύουν, να αποδείξει, αποδείξουν

GT GD C H L M O
deployment /dɪˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, παράταξη; USER: ανάπτυξη, ανάπτυξης, εγκατάσταση, εγκατάστασης, την ανάπτυξη

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
detail /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: λεπτομέρεια, απόσπασμα; VERB: ξεχωρίζω για υπηρεσία, ορίζω, διηγούμαι λεπτομερώς; USER: λεπτομέρεια, λεπτομερώς, λεπτομέρειες, αναλυτικά, λεπτομερέστερα

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
developed /dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος; USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες

GT GD C H L M O
developing /dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος; USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
differentiating /ˌdɪf.əˈren.ʃi.eɪt/ = VERB: διαφοροποιώ, διακρίνω, κάνω διάκριση, διαφέρω; USER: διαφοροποιώντας, διαφοροποίηση, διαφοροποιεί, διαφοροποίησης, διαφοροποιούν

GT GD C H L M O
disruptive /dɪsˈrʌp.tɪv/ = ADJECTIVE: αποδιοργανωτικός, διασπαστικός; USER: διασπαστικός, αποδιοργανωτικός, αναστάτωση, αποδιοργανωτική, διασπαστική

GT GD C H L M O
distracted /dɪˈstræk.tɪd/ = ADJECTIVE: έξαλλος; USER: έξαλλος, αποσπούν την προσοχή, αποσπαστεί η προσοχή, αποσπάται, αποσπάται η προσοχή

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
driver /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης

GT GD C H L M O
driverless = USER: χωρίς οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, driverless, τηλεκατευθυνόμενο, χωρίς πρόγραμμα οδήγησης

GT GD C H L M O
drivers /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγοί, οδηγών, τους οδηγούς, οδηγούς, οι οδηγοί

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
economic /iː.kəˈnɒm.ɪk/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; USER: οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές

GT GD C H L M O
efficiency /ɪˈfɪʃənsi/ = NOUN: αποδοτικότητα, ικανότητα, αποδοτικότης, ικανότης, δραστηριότης, δραστηριότητα; USER: αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, απόδοση, αποτελεσματικότητας

GT GD C H L M O
efficient /ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος; USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό

GT GD C H L M O
electric /ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
electronics /ɪˌlekˈtrɒn.ɪks/ = NOUN: ηλεκτρονική, επιστήμη των ηλεκτρονίων; USER: ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικών, Electronics, ηλεκτρονικών ειδών

GT GD C H L M O
elsewhere /ˌelsˈweər/ = ADVERB: αλλού, κάπου αλλού; USER: αλλού, κάπου αλλού, άλλο, άλλα μέρη, άλλα

GT GD C H L M O
embodied /ɪmˈbɒd.i/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώνω; USER: ενσωματώνεται, ενσωματώνονται, που ενσωματώνονται, ενσωματωμένη, ενσωματωθεί

GT GD C H L M O
emission /ɪˈmɪʃ.ən/ = NOUN: εκπομπή, έκδοση; USER: εκπομπή, εκπομπών, των εκπομπών, εκπομπής, εκπομπές

GT GD C H L M O
emissions /ˈkɑː.bən iˌmɪʃ.ənz/ = NOUN: εκπομπή, έκδοση; USER: εκπομπές, εκπομπών, των εκπομπών, τις εκπομπές, οι εκπομπές

GT GD C H L M O
engagement /enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση; USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enhanced /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενισχυμένη, ενισχυμένης, αυξημένη, ενισχυμένο, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
entire /ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος; USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο

GT GD C H L M O
entrepreneurs /ˌɒn.trə.prəˈnɜːr/ = USER: επιχειρηματίες, επιχειρηματιών, οι επιχειρηματίες, τους επιχειρηματίες, των επιχειρηματιών

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
equipped /ɪˈkwɪpt/ = VERB: εφοδιάζω, εξοπλίζω; USER: εξοπλισμένα, εξοπλισμένο, εξοπλισμένη, εξοπλισμένες, είναι εξοπλισμένα

GT GD C H L M O
error /ˈer.ər/ = NOUN: σφάλμα, λάθος, πλάνη, παρόραμα; USER: σφάλμα, λάθος, πλάνη, σφάλματος, λάθους

GT GD C H L M O
especially /ɪˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικά; USER: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα, ειδικότερα

GT GD C H L M O
ev = USER: ev, ΗΨ, ευ, ΗΕ, ηλεκτρονική ψηφοφορία,

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
everything /ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί; USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
excitement /ɪkˈsaɪt.mənt/ = NOUN: έξαψη; USER: έξαψη, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμός, ενθουσιασμού

GT GD C H L M O
exist /ɪɡˈzɪst/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν

GT GD C H L M O
expand /ɪkˈspænd/ = VERB: διαστέλλω, εξαπλώνω, εξαπλώνομαι; USER: επεκτείνουν, επέκταση, να επεκτείνουν, την επέκταση, επεκτείνει

GT GD C H L M O
expanding /ɪkˈspænd/ = VERB: διαστέλλω, εξαπλώνω, εξαπλώνομαι; USER: επέκταση, την επέκταση, επεκτείνοντας, επεκτείνεται, επέκταση της

GT GD C H L M O
expect /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν

GT GD C H L M O
expectation /ˌek.spekˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσδοκία, αναμονή, ελπίδα, προσμονή; USER: προσδοκία, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνης, προσδοκίες, προσδοκίας

GT GD C H L M O
expectations /ˌek.spekˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσδοκία, αναμονή, ελπίδα, προσμονή; USER: προσδοκίες, προσδοκιών, τις προσδοκίες, οι προσδοκίες, προσδοκίες των

GT GD C H L M O
expecting /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: περιμένουμε, αναμένει, περιμένει, αναμένουν, περιμένοντας

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
experimenting /ɪkˈsper.ɪ.ment/ = VERB: πειραματίζομαι; USER: πειραματίζεται, πειραματίζονται, πειραματισμό, να πειραματίζεται, πειραματισμούς

GT GD C H L M O
eyes /aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός; VERB: παρατηρώ; USER: μάτια, τα μάτια, στα μάτια, ματιών, οφθαλμών, οφθαλμών

GT GD C H L M O
f /ef/ = USER: φά, στ,

GT GD C H L M O
facing /ˈfeɪ.sɪŋ/ = ADJECTIVE: αντιμέτωπος, αντικρύς; NOUN: επικόσμησμα ενδύματος; USER: που αντιμετωπίζει, αντιμετωπίζει, που αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν, που αντιμετωπίζει η

GT GD C H L M O
families /ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι; USER: οικογένειες, οικογενειών, οικογένειές, τις οικογένειες, τις οικογένειές

GT GD C H L M O
fast /fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος; NOUN: νηστεία; VERB: νηστεύω; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία

GT GD C H L M O
fatalities /fəˈtalɪti,feɪ-/ = NOUN: μοιραίο; USER: θανάτων, θάνατοι, θανάτους, των θανάτων, θανατηφόρων ατυχημάτων,

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
fewer /fyo͞o/ = USER: λιγότερα, λιγότερες, λιγότεροι, λιγότερων, λιγότερους

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
focus /ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία; VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω; USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
foresee /fəˈsiː/ = VERB: προβλέπω, προδικάζω; USER: προβλέπω, προβλέπουν, προβλέπει, προβλεφθεί, προβλέψει

GT GD C H L M O
forward /ˈfɔː.wəd/ = ADVERB: προς τα εμπρός, εμπρός; ADJECTIVE: μπροστινός, πρόθυμος, αυθάδης; VERB: διαβιβάζω, προάγω; USER: προς τα εμπρός, εμπρός, τα εμπρός, μπροστά, υποβάλει

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
fourth /fɔːθ/ = USER: fourth-, fourth; USER: τέταρτος, τέταρτο, τέταρτη, τέταρτου, τέταρτης, τέταρτης

GT GD C H L M O
free /friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα; ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος; VERB: ελευθερώνω; USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
functionality /ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα

GT GD C H L M O
further /ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον; ADJECTIVE: απώτερος; VERB: προάγω; USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
getting /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
glimpse /ɡlɪmps/ = NOUN: ματιά, γρήγορη ματιά, γρήγορο βλέμμα; USER: ματιά, γεύση, αναλαμπή, διαβλέψει, γεύση από

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
globally /ˈɡləʊ.bəl/ = USER: σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμίως, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο, παγκόσμιο

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
governments /ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση; USER: κυβερνήσεις, οι κυβερνήσεις, κυβερνήσεων, τις κυβερνήσεις, των κυβερνήσεων

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
greater /ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
growth /ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος; USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη

GT GD C H L M O
hand /hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών

GT GD C H L M O
hands /ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια

GT GD C H L M O
happen /ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: συμβεί, να συμβεί, συμβαίνουν, συμβούν, τυχαίνει

GT GD C H L M O
hardware /ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών; USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
heading /ˈhed.ɪŋ/ = NOUN: επικεφαλίδα, τίτλος; USER: επικεφαλίδα, τίτλος, κλάσης, κλάση, τίτλο

GT GD C H L M O
hear /hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω; USER: ακούω, ακούσετε, ακούσει, ακούσω, ακούσουν, ακούσουν

GT GD C H L M O
heart /hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος; USER: καρδιά, καρδιάς, καρδιακή, κέντρο, την καρδιά

GT GD C H L M O
held /held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει

GT GD C H L M O
helping /ˈhel.pɪŋ/ = NOUN: βοήθεια, μερίδα φαγητού, μερίδα, μερίς φαγητού; USER: βοήθεια, βοηθώντας, βοηθήσει, βοηθά, βοηθούν

GT GD C H L M O
horse /hɔːs/ = NOUN: άλογο, ίππος; USER: άλογο, ίππος, αλόγου, αλόγων, ίππων

GT GD C H L M O
hour /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρα, ώρες, ωρών, ώρας, ωρη, ωρη

GT GD C H L M O
house /haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή; VERB: στεγάζω, εστιώ; USER: σπίτι, κατοικία, οικία, σπιτιού, το σπίτι, το σπίτι

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
improving /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση, βελτίωση της, τη βελτίωση της, βελτιώνοντας

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
includes /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
increase /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν

GT GD C H L M O
increasing /ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση

GT GD C H L M O
increasingly /ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο; USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
infrastructure /ˈinfrəˌstrəkCHər/ = NOUN: υποδομή; USER: υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών

GT GD C H L M O
ingenuity /ˌinjəˈn(y)o͞oitē/ = NOUN: εξυπνάδα, ευφυία, αγχίνοια; USER: ευφυία, εξυπνάδα, εφευρετικότητα, ευστροφία, επινοητικότητα

GT GD C H L M O
inject /ɪnˈdʒekt/ = VERB: εγχέω, εμβάλλω, κάνω ένεση; USER: ένεση, έγχυση, την ένεση, εισφέρει, ενέσεις

GT GD C H L M O
innovation /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία

GT GD C H L M O
inside /ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα; ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
insurance /ɪnˈʃɔː.rəns/ = NOUN: ασφάλιση, ασφάλεια; USER: ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
intelligence /inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση; USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών

GT GD C H L M O
intelligent /inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων; USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής

GT GD C H L M O
internet /ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο; USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
introduce /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισαγάγει, εισάγουν, εισαγάγουν, εισαγωγή, εισάγει

GT GD C H L M O
introducing /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισάγοντας, εισαγωγή, θέσπιση, την εισαγωγή, καθιέρωση

GT GD C H L M O
invest /ɪnˈvest/ = VERB: επενδύω, ενδύω, τοποθετώ, τοποθετώ χρήματα, περιβάλλω, περικυκλώ; USER: επενδύσεις, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύσει, επενδύει

GT GD C H L M O
investing /ɪnˈvest/ = VERB: επενδύω, ενδύω, τοποθετώ, τοποθετώ χρήματα, περιβάλλω, περικυκλώ; USER: επενδύοντας, επένδυση, επενδύσεις, επενδύουν, επενδυτικές

GT GD C H L M O
investment /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, των επενδύσεων, επένδυσης

GT GD C H L M O
investments /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων

GT GD C H L M O
ion /ˈaɪ.ɒn/ = NOUN: ιόν; USER: ιόν, ιόντων, ion, ιόντος, ιόντα

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
japanese /ˌdzæp.əˈniːz/ = NOUN: Ιαπωνικά; ADJECTIVE: ιάπωνες, ιαπωνικός, ιάπων; USER: Ιαπωνικά, ιαπωνική γλώσσα, ιαπωνική, ιαπωνικό, Japanese

GT GD C H L M O
join /dʒɔɪn/ = NOUN: ένωση; VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν

GT GD C H L M O
joining /dʒɔɪn/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: ενώνει, ένταξή, που ενώνει, την ένταξή, συνδέει

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
keynote /ˈkiː.nəʊt/ = NOUN: νότα μουσικής, βασικός τόνος; USER: νότα μουσικής, βασικός τόνος, ομιλία, εναρκτήρια, εναρκτήρια ομιλία

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
last /lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος; NOUN: καλαπόδι; VERB: διαρκώ; USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο

GT GD C H L M O
launched /lɔːntʃ/ = VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: ξεκίνησε, που ξεκίνησε, δρομολογήθηκε, δρομολόγησε, ξεκινήσει

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
leadership /ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία; USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας

GT GD C H L M O
leaf /liːf/ = NOUN: φύλλο; USER: φύλλο, φύλλα, φύλλων, φύλλου, των φύλλων

GT GD C H L M O
leafs /ˈbeɪ ˌliːf/ = USER: φύλλα,

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
lives /laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει

GT GD C H L M O
local /ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός; USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
mass /mæs/ = NOUN: μάζα, όγκος, λειτουργία, σύνολο, θεία λειτουργία, σωρός; VERB: μαζεύω, συσσωρεύω; USER: μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, βάρος

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
matter /ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο; VERB: σημαίνω; USER: ύλη, ζήτημα, σημασία, έχει σημασία, πειράζει

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
mean /miːn/ = ADJECTIVE: μέσος, ποταπός, πρόστυχος, αφιλότιμος, μέζερος, μικροπρεπής, ευτελής; NOUN: μέσο, τρόπος; VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω; USER: μέσος, εννοώ, μέσο, σημαίνει, σημαίνουν

GT GD C H L M O
meet /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; ADJECTIVE: αρμόδιος; USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί

GT GD C H L M O
metropolitan /ˌmet.rəˈpɒl.ɪ.tən/ = NOUN: μητροπολίτης; ADJECTIVE: μητροπολιτικός; USER: μητροπολίτης, μητροπολιτικός, μητροπολιτική, μητροπολιτικές, μητροπολιτικών

GT GD C H L M O
micro /ˈmaɪ.krəʊ/ = PREFIX: μικρο-; USER: μικρο, micro, πολύ μικρές, μικρές

GT GD C H L M O
miles /maɪl/ = NOUN: μίλι, μίλιο; USER: χιλιόμετρα, μίλια, χλμ, χλμ., μιλίων

GT GD C H L M O
million /ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο; USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων

GT GD C H L M O
minutes /ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά; USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα

GT GD C H L M O
mobility /məʊˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: κινητικότητα, ευκινησία; USER: κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των

GT GD C H L M O
models /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motor /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; ADJECTIVE: κινητήριος; VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο; USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα

GT GD C H L M O
motors /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; USER: κινητήρες, μοτέρ, κινητήρων, Motors, ηλεκτροκινητήρες

GT GD C H L M O
moving /ˈmuː.vɪŋ/ = NOUN: κίνηση, μετατόπιση, μετακόμιση; ADJECTIVE: κινούμενος, συγκινητικός; USER: κίνηση, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται, μετακίνηση

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
named /neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά

GT GD C H L M O
nasa /ˈnæs.ə/ = USER: nasa, της NASA, τη NASA, η NASA, ΝΑΣΑ

GT GD C H L M O
near /nɪər/ = PREPOSITION: κοντά, παραλίγο να; ADVERB: εγγύς, πλησίον, σχεδόν; ADJECTIVE: κοντινός, στενός; VERB: πλησιάζω; USER: κοντά, πλησίον, κοντά σε, κοντα σε, κοντά στο

GT GD C H L M O
necessary /ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος; USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needed /ˈniː.dɪd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, χρειάζεται, χρειάζονται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
networking /ˈnetˌwərk/ = USER: δικτύωση, δικτύωσης, τη δικτύωση, της δικτύωσης, δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
nobody /ˈnəʊ.bə.di/ = PRONOUN: κανείς, μηδαμινότητα; NOUN: μηδενικό; USER: κανείς, κανείς δεν, κανένας, κανένας δεν, κανένα, κανένα

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
onboard = USER: εν πλω, επί του σκάφους, πλω, στο αεροσκάφος, επιβιβαστεί

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
operate /ˈɒp.ər.eɪt/ = VERB: λειτουργώ, χειρίζομαι, εργάζομαι, ενεργώ, κάνω εγχείρηση; USER: λειτουργούν, λειτουργία, λειτουργεί, λειτουργήσει, λειτουργήσουν

GT GD C H L M O
opportunity /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
option /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: επιλογή, δυνατότητα, επιλογής, λύση, επιλογή για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
ourselves /ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας; USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
owners /ˈəʊ.nər/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: Οι ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες, ιδιοκτητών, τους ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες των

GT GD C H L M O
pair /peər/ = NOUN: ζεύγος, ζευγάρι; VERB: ζευγαρώνω, ζευγαρώνομαι, συνδυάζω, συνδυάζομαι; USER: ζεύγος, ζευγάρι, ζεύγους, ζεύγη, ζευγών

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
particularly /pə(r)ˈtikyələrlē/ = ADVERB: λεπτομερώς, ιδιαιτερώς; USER: ιδιαίτερα, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως, ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως

GT GD C H L M O
partnering /ˈpɑːt.nər/ = USER: συνεταιρισμός, συνεταιρισμό, συνεταιρισμού, σύμπραξης, συνεργάζεται

GT GD C H L M O
partnership /ˈpɑːt.nə.ʃɪp/ = NOUN: συνεταιρισμός, ομόρρυθμη εταιρεία, συντροφιά; USER: συνεταιρισμός, εταιρικής σχέσης, εταιρική σχέση, συνεργασία, εταιρική

GT GD C H L M O
partnerships /ˈpɑːt.nə.ʃɪp/ = NOUN: συνεταιρισμός, ομόρρυθμη εταιρεία, συντροφιά; USER: συνεργασίες, συμπράξεις, εταιρικές σχέσεις, συνεργασιών, συμπράξεων

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
per /pɜːr/ = PREPOSITION: ανά, κατά, διά; USER: ανά, κατά, ζώνης, κάθε, ανα

GT GD C H L M O
perfecting /pəˈfekt/ = USER: τελειοποίηση, τελειοποιώντας, την τελειοποίηση, τελειοποίηση της, τελειοποίηση των

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
performs /pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτελεί, πραγματοποιεί, επιτελεί, αποδίδει, ασκεί

GT GD C H L M O
personal /ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός; USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά

GT GD C H L M O
personalized /ˈpərsənəlˌīz/ = VERB: προσωποποιώ, καθιστώ προσωπικόν; USER: εξατομικευμένες, εξατομικευμένη, εξατομικευμένο, εξατομικευμένων, εξατομικευμένα

GT GD C H L M O
personally /ˈpɜː.sən.əl.i/ = ADVERB: προσωπικά, προσωπικώς; USER: προσωπικά, προσωπική, προσωπικές, προσωπικώς

GT GD C H L M O
pillars /ˈpɪl.ər/ = NOUN: κολόνα, στύλος, κίονας, κίων; USER: πυλώνες, πυλώνων, κολώνες, κολόνες, πυλώνα

GT GD C H L M O
pilot /ˈpaɪ.lət/ = NOUN: πιλότος, πλοηγός; VERB: οδηγώ, πηδαλιουχώ; ADJECTIVE: πηδαλιούχος; USER: πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτική, πιλοτικών

GT GD C H L M O
plan /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο

GT GD C H L M O
plans /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, προγράμματα, σχέδιά, σχέδιά

GT GD C H L M O
plenty /ˈplen.ti/ = NOUN: αφθονία; ADJECTIVE: μπόλικος; USER: αφθονία, πολλά, άφθονο, πολλές, την αφθονία

GT GD C H L M O
points /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημεία, σημείων, πόντους, τα σημεία, μονάδες, μονάδες

GT GD C H L M O
policies /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτικές, πολιτικών, των πολιτικών, οι πολιτικές, τις πολιτικές

GT GD C H L M O
policy /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών

GT GD C H L M O
populations /ˌpɒp.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: πληθυσμός; USER: πληθυσμούς, πληθυσμοί, πληθυσμών, πληθυσμού, του πληθυσμού

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
predictions /prɪˈdɪk.ʃən/ = NOUN: προφητεία, πρόρρηση; USER: προβλέψεις, οι προβλέψεις, τις προβλέψεις, προβλέψεων, προβλέψεις για

GT GD C H L M O
prefer /prɪˈfɜːr/ = VERB: προτιμώ, προκρίνω, προτείνω, προβιβάζω; USER: προτιμώ, προτιμούν, προτιμάτε, προτιμούσαν, προτιμούσε, προτιμούσε

GT GD C H L M O
premium /ˈpriː.mi.əm/ = NOUN: ασφάλιστρο, βραβείο, υπερτίμηση, που είναι υπέρ το άρτιον; USER: ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότηση, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως

GT GD C H L M O
prepared /prɪˈpeəd/ = ADJECTIVE: έτοιμος; USER: έτοιμος, παρασκευάζονται, παρασκευάζεται, παρασκευάστηκε, παρασκευασθούν

GT GD C H L M O
priorities /praɪˈɒr.ɪ.ti/ = NOUN: προτεραιότητα, προτεραιότης; USER: προτεραιότητες, προτεραιοτήτων, τις προτεραιότητες, οι προτεραιότητες, προτεραιότητές

GT GD C H L M O
pro /prəʊ/ = USER: pro, προ, υπέρ, επαγγελματίας, κατ

GT GD C H L M O
problems /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που

GT GD C H L M O
productive /prəˈdʌk.tɪv/ = ADJECTIVE: παραγωγικός, αποδοτικός, προσοδοφόρος; USER: παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
prototyping /ˈprōtəˌtīp/ = USER: προτυποποίηση, πρωτοτύπων, prototyping, πρωτοτυποποίηση, κατασκευής πρωτοτύπων

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
push /pʊʃ/ = NOUN: ώθηση, επιμονή; VERB: σπρώχνω, ωθώ, ζορίζω; USER: ώθηση, ωθήσει, πιέστε, σπρώξτε, προωθήσει, προωθήσει

GT GD C H L M O
putting /ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
quick /kwɪk/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, γοργός, ζωηρός; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορο, γρήγορη, τον γρήγορο, τον γρήγορο

GT GD C H L M O
quickly /ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
recent /ˈriː.sənt/ = ADJECTIVE: πρόσφατος, χθεσινός, νωπός; USER: πρόσφατα, Τα τελευταία, τελευταία, πρόσφατη, πρόσφατες

GT GD C H L M O
recently /ˈriː.sənt.li/ = ADVERB: πρόσφατα, προσφάτως; USER: πρόσφατα, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη

GT GD C H L M O
recognize /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν

GT GD C H L M O
reduced /riˈd(y)o͞os/ = ADJECTIVE: μειωμένος; USER: μειωμένος, μειωθεί, μειώνεται, μειώθηκε, μειωμένη

GT GD C H L M O
reducing /rɪˈdjuːs/ = ADJECTIVE: αναγωγικός; USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση των, τη μείωση, μείωση του

GT GD C H L M O
relationship /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση

GT GD C H L M O
relaxing /rɪˈlæk.sɪŋ/ = VERB: χαλαρώνω, χαλαρώ, ηρεμώ, χαλαρούμαι, αναπαύομαι, ξεκουράζω; USER: χαλάρωση, χαλαρωτικό, χαλάρωσης, χαλαρώνοντας, χαλαρωτική

GT GD C H L M O
remain /rɪˈmeɪn/ = VERB: μένω, διατελώ, απομένω, υπολείπομαι; USER: παραμένουν, εξακολουθούν να, παραμείνει, παραμένει, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
represents /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί

GT GD C H L M O
requires /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει

GT GD C H L M O
revealed /rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω; USER: αποκάλυψε, αποκάλυψαν, αποκαλύφθηκε, έδειξε, προέκυψε

GT GD C H L M O
reverse /rɪˈvɜːs/ = NOUN: αντίστροφο, πάθημα, αντίστροφη όψη, ατυχία, αντιξοότης, αντιξοότητα, ήττα; ADJECTIVE: αντίστροφος; VERB: αντιστρέφω, αναιρώ, ακυρώ; USER: αντίστροφο, αντιστραφεί, αντιστρέψει, αναστροφή, αντιστροφή

GT GD C H L M O
reviewed /ˌpɪə.rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ; USER: αξιολόγηση, κριτικές

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
roads /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμους, δρόμοι, δρόμων, οι δρόμοι, οδών

GT GD C H L M O
romanian /rʊˈmeɪ.ni.ən/ = ADJECTIVE: ρουμανικός; NOUN: Ρουμανός; USER: ρουμανικός, ρουμανική, Ρουμάνικα, ρουμανικά, της Ρουμανίας

GT GD C H L M O
rural /ˈrʊə.rəl/ = ADJECTIVE: αγροτικός; USER: αγροτικός, αγροτικές, αγροτικής, αγροτική, αγροτικών

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safer /seɪf/ = USER: ασφαλέστερα, ασφαλέστερη, ασφαλέστερες, ασφαλέστερο, ασφαλέστερων

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
scale /skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο; VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι; USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά

GT GD C H L M O
scope /skəʊp/ = NOUN: έκταση, περιθώριο, σκοπός, πεδίο δράσης, πρόθεση, ευκαιρία, βλέψη, στάδιο, θέα; USER: έκταση, περιθώριο, πεδίο δράσης, σκοπός, πεδίο εφαρμογής

GT GD C H L M O
seamless /ˈsiːm.ləs/ = ADJECTIVE: χωρίς ραφή, άνευ ραφών; USER: χωρίς ραφή, απρόσκοπτη, χωρίς, αδιάλειπτη, άνευ ραφής

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
sell /sel/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλήσει, πωλούν, πωλεί, πουλήσει, πουλήσουν, πουλήσουν

GT GD C H L M O
selling /ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών; USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
shared /ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή

GT GD C H L M O
shortcuts /ˈʃɔːt.kʌt/ = NOUN: συντομώτερος δρόμος, συντομότερος τρόπος; USER: συντομεύσεις, συντομεύσεων, Οι συντομεύσεις, τις συντομεύσεις, συντομεύσεις του

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
showcases /ˈʃəʊ.keɪs/ = USER: προθήκες, βιτρίνες, βιτρίνες με, Showcases, βιτρινες

GT GD C H L M O
shows /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
shuttles /ˈʃʌt.l̩/ = NOUN: σαΐτα, κερκίδα, κερκίς, σαΐτα αργαλείου; USER: λεωφορεία, σαΐτας, δρομολόγια, κλειστής, υπηρεσία μεταφοράς με λεωφορείο

GT GD C H L M O
significant /sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά

GT GD C H L M O
silicon /ˈsɪl.ɪ.kən/ = NOUN: πυρίτιο; USER: πυρίτιο, πυριτίου, του πυριτίου, σιλικόνης, σιλικόνη

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
sing /sɪŋ/ = VERB: τραγουδώ, ψάλλω, άδω; NOUN: νόημα; USER: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω

GT GD C H L M O
sit /sɪt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω; USER: κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσουν, καθίσουν

GT GD C H L M O
smooth /smuːð/ = ADJECTIVE: λείος, μαλακός, στρωτός; VERB: μαλακώνω, λειαίνω; USER: ομαλή, εξομαλύνουν, εξομαλύνει, λεία, την ομαλή

GT GD C H L M O
smoothly /ˈsmuːð.li/ = USER: ομαλά, ομαλή, απρόσκοπτα, την ομαλή

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
society /səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία; USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών

GT GD C H L M O
soft /sɒft/ = ADJECTIVE: μαλακός, απαλός; USER: μαλακός, μαλακό, μαλακά, μαλακή, μαλακών

GT GD C H L M O
software /ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό; USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού

GT GD C H L M O
sold /səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί

GT GD C H L M O
solve /sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω; USER: επίλυση, την επίλυση, επιλύσει, λύσει, να λύσει

GT GD C H L M O
soon /suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς; USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο

GT GD C H L M O
sooner /suːn/ = ADVERB: γρηγορότερα, ταχύτερα, ενωρίτερον, μάλλον, κάλλιο; USER: γρηγορότερα, ταχύτερα, νωρίτερα, αργά, πιο γρήγορα

GT GD C H L M O
spectrum /ˈspek.trəm/ = NOUN: φάσμα, φωτόφασμα, πρισματικό φάσμα; USER: φάσμα, φάσματος, ραδιοφάσματος, του ραδιοφάσματος, του φάσματος

GT GD C H L M O
spends /spend/ = VERB: ξοδεύω, δαπανώ, αναλώνω, εξοδεύω; USER: δαπανά, ξοδεύει, περνά, περνάει, ξοδεύει το

GT GD C H L M O
spots /spɒt/ = NOUN: σημείο, κηλίδα, τόπος, στίγμα, κηλίς, λεκές; USER: κηλίδες, σημεία, spots, σποτ, τα σημεία

GT GD C H L M O
spring /sprɪŋ/ = NOUN: άνοιξη, ελατήριο, πηγή, πήδημα; VERB: αναπηδώ, φύομαι, πηδώ, πηγάζω; USER: άνοιξη, ελατήριο, πηγή, άνοιξης, την άνοιξη

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
startups /ˈstɑːt.ʌp/ = USER: ξεκινήματα, νεοσύστατες επιχειρήσεις, νεοσύστατες, startups, εκκινήσεις

GT GD C H L M O
step /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει

GT GD C H L M O
steps /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
story /ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα; USER: ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, παραμύθι

GT GD C H L M O
strategy /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για

GT GD C H L M O
subtitles /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου

GT GD C H L M O
suburban /səˈbɜː.bən/ = ADJECTIVE: προάστειος, προάστειων, μικροαστικός; USER: προαστιακό, προαστιακές, προαστιακός, προαστιακού, προαστιακών

GT GD C H L M O
super /ˈsuː.pər/ = ADJECTIVE: σούπερ, έξοχος; NOUN: επιστάτης κτίριου, χάρμα; USER: σούπερ, έξοχος, super, υπερ, έξοχο

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
supporting /səˈpɔː.tɪŋ/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, στήριξη, την υποστήριξη, υποστηρίζοντας, υποστηρίζει

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
takes /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
talk /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε

GT GD C H L M O
target /ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος; USER: στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων

GT GD C H L M O
targeting /ˈtɑː.ɡɪt/ = USER: στόχευση, στόχευσης, στοχοθέτηση, στόχο, στοχεύουν

GT GD C H L M O
taxis /ˈtæk.si/ = NOUN: ταξί, αγοραίο αυτοκίνητο; USER: ταξί, τα ταξί, taxis, ταξί που

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
technological /ˌtek.nəˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνολογικός; USER: τεχνολογικός, τεχνολογικής, τεχνολογική, τεχνολογικές, τεχνολογικών

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
tell /tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε

GT GD C H L M O
test /test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής; VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία

GT GD C H L M O
testing /ˈtes.tɪŋ/ = VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμές, δοκιμή, δοκιμών, δοκιμής, έλεγχο

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
transformation /ˌtræns.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μεταλλαγή; USER: μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μετατροπή, μετασχηματισμού, μετασχηματισμό

GT GD C H L M O
transition /trænˈzɪʃ.ən/ = NOUN: μετάβαση, μετάπτωση, αλλαγή; USER: μετάβαση, μετάβασης, μεταβατική, μεταβατικής, μεταβατικό στάδιο

GT GD C H L M O
translated /trænsˈleɪt/ = VERB: μεταφράζω, μεταγλωττίζω; USER: μετάφραση, μεταφραστεί, μεταφράζονται, μεταφράζεται, μεταφράστηκε

GT GD C H L M O
transportation /ˌtræn.spɔːˈteɪ.ʃən/ = NOUN: μεταφορά, μεταγωγή, διαμετακόμιση, μετακόμιση; USER: μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά

GT GD C H L M O
traveled /ˈtræv.əl/ = ADJECTIVE: πολυταξιδεμένος; USER: ταξίδεψε, ταξιδέψει, ταξίδευαν, ταξίδεψαν, άτομο

GT GD C H L M O
triangle /ˈtraɪ.æŋ.ɡl̩/ = NOUN: τρίγωνο; USER: τρίγωνο, τριγώνου, τριγώνου της, τρίγωνο της, τριγωνικό

GT GD C H L M O
true /truː/ = ADJECTIVE: αληθής, πιστός, ακριβής, βέρος; USER: αληθής, αλήθεια, πραγματική, ισχύει, αληθινή, αληθινή

GT GD C H L M O
twist /twɪst/ = NOUN: συστροφή, στρίψιμο, διάστρεμμα, εξάρθρωση, κλωστή, νήμα εστριμμένο; VERB: διαστρέφω, στρίβω, ελίσσομαι, στρεβλώνω, περιπλέκω, στραμπουλίζω; USER: συστροφή, στρίψιμο, twist, συστροφής, στρεβλότητα

GT GD C H L M O
u /ju/ = USER: u, u Κάντε, κα, το u, Κάντε u,

GT GD C H L M O
undergoing /ˌʌn.dəˈɡəʊ/ = VERB: υφίσταμαι; USER: που υποβάλλονται σε, υποβάλλονται σε, υποβάλλονται, που υποβάλλονται, υφίστανται

GT GD C H L M O
unlocking /ʌnˈlɒk/ = VERB: ξεκλειδώνω; USER: ξεκλείδωμα, το ξεκλείδωμα, ξεκλειδώματος, απελευθέρωση, απελευθέρωσης

GT GD C H L M O
unpredictable /ˌənpriˈdiktəbəl/ = ADJECTIVE: απρόβλεπτος; USER: απρόβλεπτος, απρόβλεπτη, απρόβλεπτες, απρόβλεπτο, απρόβλεπτα

GT GD C H L M O
unveil /ʌnˈveɪl/ = VERB: αποκαλύπτω; USER: αποκαλύπτω, αποκαλύψει, παρουσιάσει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψει το

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
urban /ˈɜː.bən/ = ADJECTIVE: αστικός, πόλεως, ουρβανός; USER: αστικός, πόλεως, αστικών, αστικές, αστική

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
uses /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός

GT GD C H L M O
valley /ˈvæl.i/ = NOUN: κοιλάδα, κοιλάς; USER: κοιλάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
vehicle /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
virtually /ˈvɜː.tju.ə.li/ = ADVERB: πρακτικώς, κατ' ουσίαν; USER: πρακτικώς, σχεδόν, ουσιαστικά, πρακτικά, σχεδόν σε

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
wheel /wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα; VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς; USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
wider /waɪd/ = USER: ευρύτερες, ευρύτερη, ευρύτερου, ευρύτερο, ευρύτερης

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worldwide /ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος; USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yesterday /ˈjes.tə.deɪ/ = ADVERB: εχθές, χτες, χθές; USER: χτες, εχθές, χθές, χθες, πριν

GT GD C H L M O
yet /jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις; USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
younger /jʌŋ/ = ADJECTIVE: μικρότερος; USER: μικρότερος, νεότερους, νεότεροι, νεότερη, νεότερος

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

GT GD C H L M O
zero /ˈzɪə.rəʊ/ = USER: zero-, zero, μηδέν, μηδενικό; USER: μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού

573 words